- παλαιένδοξος
- πᾰλαι-ένδοξος, ον,A of old renown, Ph.2.437.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλαιένδοξος — παλαιένδοξος, ον (Α) ο από παλιά ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + ἔνδοξος] … Dictionary of Greek
παλαιενδόξων — παλαιένδοξος of old renown masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)